- τραπητός
- τρᾰπητός, wineA fresh from the press, Id. [full] τράπω, [dialect] Ion. for τρέπω (q. v.). [full] τραρόν· ταχύ, Id. (cf. ὀτρηρός).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
τραπητός — Α [τραπῶ] (κατά τον Ησύχ.) (κυρίως σε συνεκφ. με τη λ. οἶνος) κρασί που προέρχεται από πρόσφατο πάτημα σταφυλιών, πιθανώς ο μούστος … Dictionary of Greek